- ωδοποιός
- -όν, Ααυτός που συνθέτει ωδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠδή + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ᾠδοποιῶν — ᾠδοποιός making songs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ᾠδοποιοῦ — οἰδοποιέω tumefacio imperf ind mp 2nd sg (attic) ᾠδοποιός making songs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)